φαγγρί

φαγγρί
ή φαγκρί, το, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία τεσσάρων ειδών εδώδιμων περκόμορφων ψαριών τού γένους pagrus, συγγενικών με τον σαργό, το λυθρίνι, τη συναγρίδα, την τσιπούρα κ.ά. τής οικογένειας σπαρίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φάγρος, μέσω ενός υποκορ. *φαγρίον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δέντηξ — ο Τελεόστεος Ιχθύς με γνωστότερα είδη η συναγρίδα (δέντηξ ο κοινός) και το φαγγρί (δέντηξ ο μακρόφθαλμος) …   Dictionary of Greek

  • τσιπούρα — (sparus auratus ή chrysophrys aurata). Τελεόστεος ιχθύς της οικογένειας των σπαριδών, της τάξης των περκόμορφων. Έχει μήκος από 30 έως 60 εκ. και μπορεί να φτάσει το βάρος των 10 κιλών. Το στόμα, μάλλον μικρό, έχει στο πάνω μέρος δόντια σαν… …   Dictionary of Greek

  • φάγρος — (I) ὁ, Α (κρητ. τ.) η ακόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. φάγρος μπορεί να συνδεθεί με το αρμεν. επιθ. bark (για γεύση) «πικρός, δριμύς», αλλά και «βίαιος, οργισμένος», πιθ. ως ουσιαστικοποιημένος τ. ενός επιθ. *φαγρός με… …   Dictionary of Greek

  • φαγκρί — Είδος ψαριού της οικογένειας των σπαριδών, της τάξης των περκόμορφων. Ανήκει στο γένος πάγρος και είναι γνωστό και με τις ονομασίες λυθρίνι ή μερτζάνα (πάγρος ο κοινός). Είναι μεγάλο ψάρι σαν την τσιπούρα και έχει την ίδια οδοντοφυΐα με αυτήν. Οι …   Dictionary of Greek

  • φαγρώριος — ὁ, Α το ψάρι φαγγρί. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. φάγρος (II)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”